Η ενασχόληση μας με το εμπόριο ωρολογιών και κοσμημάτων χάνεται στην μακρά ιστορία της εμπορικής παράδοσης της οικογένειας. Tον 19ο αιώνα, κατά την Τουρκοκρατία, η έδρα των δραστηριοτήτων της οικογένειας ήταν η Κρυσταλοπηγή (Σμαρδέσιον), μια μικρή κωμόπολη και πολύ σημαντικό δερβένι, πάνω σε έναν αρχαίο εμπορικό δίαυλο μεταξύ Αδριατικής και Κωνσταντινούπολης. Οι πρόγονοι μας και άλλα μέλη της οικογένειας είχαν ένα δίκτυο πανδοχείων, αποθηκών και εμπορικών καταστημάτων οινοπνευματωδών, αποικιακών και αγροτικών προϊόντων. Η έκταση του εμπορικού δικτύου κάλυπτε την ευρύτερη περιοχή από τον κάμπο Φλώρινας μέχρι την πόλη της Κορυτσάς.
Από την προφορική παράδοση της οικογένειας γνωρίζουμε ότι ο πρόγονος μας, Παναγιώτης Λ. Καράντζιας, ένας επιχειρηματίας του 19ου αιώνα αποφάσισε να συμπεριλάβει στις οικογενειακές εμπορικές δραστηριότητες το εμπόριο και την επισκευή ωρολογιών. Έτσι επέλεξε τον μικρότερο γιό του Λάζαρο Π. Καράντζα να μάθει την τέχνη. Τον έστειλε ως εκπαιδευόμενο βοηθό στην Καστοριά στο κατάστημα ενός έμπειρου επαγγελματία εμπόρου και διορθωτή ωρολογιών της εποχής.
Γύρω στο 1897 ο παππούς μας επέστρεψε στο Σμαρδέσιον (Κρυσταλοπηγή) και έστησε ένα μικρό παράρτημα ωρολογοποιείο μέσα στο εμπορικό κατάστημα της οικογένειας. Εκείνη την κρίσιμη περίοδο ο Μακεδονικός απελευθερωτικός αγώνας και η Ελληνοβουλγαρική διαμάχη στην περιοχή έμελλε να καθορίσουν την πορεία της οικογένειας. Στις 8 Μάϊου του 1903 έλαβε χώρα στην περιοχή, μια εκτεταμένη εκκαθαριστική επιχείρηση του Τουρκικού στρατού, που είχε σαν συνέπεια την σφαγή περίπου 120 κατοίκων του χωριού και την καταστροφή των περισσοτέρων οικημάτων με βομβαρδισμό και εμπρησμό. Μεταξύ και άλλων μελών της οικογένειας που έπεσαν θύματα, ήταν και ο Παναγιώτης Λ. Καράντζιας, μέλος της δημογεροντίας.
Πόλεμος πατήρ πάντων και έτσι ήρθε μια μεγάλη απόφαση, τα δύο νεαρά αδέρφια που επέζησαν της σφαγής, Βασίλειος και Λάζαρος, αποφάσισαν να μην επανεκκινήσουν καμία εμπορική δραστηριότητα στην κατεστραμμένη πλέον κωμόπολη ούτε καν να επισκευάσουν το πατρικό σπίτι τους. Μετεγκαταστάθηκαν στην πόλη της Φλώρινας στο μικρό υποκατάστημα που διατηρούσαν και ξεκίνησαν ξανά τις δραστηριότητες τους. Μέσα σε εκείνο το κατάστημα στην γωνία Ναούσης και Μ. Αλεξάνδρου δημιουργήθηκε ένα νέο τμήμα εμπορίας και επισκευής ωρολογιών και κοσμημάτων.
Η μέρα της απελευθέρωσης βρήκε την οικογένεια στην ίδια θέση, με ανθηρές δραστηριότητες σε διάφορα εμπορικά αντικείμενα. Το 1914 εκδόθηκε η πρώτη επίσημη Ελληνική κρατική άδεια ωρολογοποιού, στο όνομα του παππού μας. Επιπλέον άδειες εμπορίας αλκοόλ, τροφίμων, αγροτικών προϊόντων, ζώων και λειτουργίας πανδοχείου εκδόθηκαν για την κάλυψη των υπολοίπων οικογενειακών εμπορικών δραστηριοτήτων. Το 1921 ξεκίνησε η κατασκευή ενός τριώροφου κτηρίου στην θέση των παλαιών καταστημάτων και μετά την αγορά δύο γειτονικών οικοπέδων. Το νέο πανδοχείο με τα πέντε καταστήματα στο ισόγειο ήταν ένα αρχιτεκτονικό αξιοθέατο της εποχής (είναι και σήμερα διατηρητέο κτίσμα). Ένα από αυτά τα μαγαζιά φιλοξένησε το πρώτο ανεξάρτητο ωρολογοποιείο και κοσμηματοπωλείο.
Ο Λάζαρος Καράντζας τελειοποίησε την τέχνη του και εκπαίδευσε τον γιό του Χρήστο (Τάκη) Καράντζα που εντάχθηκε στην επιχείρηση μόλις τελείωσε το Δημοτικό. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘40 ο Χρήστος μαζί με τον πατέρα του, είχε αναλάβει την λειτουργία του καταστήματος, αν και δεν ξεπερνούσε την ηλικία των 20 χρόνων. Ο πόλεμος οδήγησε στον τερματισμό όλων των δραστηριοτήτων, εκτός της ευέλικτης και ευπροσάρμοστης τέχνης της επισκευής και εμπορίας ωρολογίων που παρέμεινε σε δραστηριότητα. Εκείνη την εποχή ο Νικόλαος Μακρουλής (πρώτος εξάδελφος) εντάχθηκε στο σχήμα για να μάθει την τέχνη μένοντας στο κατάστημα δίπλα στον Χρήστο Καράντζα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’40. Στην συνέχεια μετανάστευσε στο Saint Louis του Illinois όπου ίδρυσε ένα επιτυχημένο κοσμηματοπωλείο και επίσημο κέντρο service των ωρολογιών BULOVA για όλη την πολιτεία του Illinois, το οποίο λειτούργησε μέχρι τα τέλη του ’80.
Κατά τα τελευταία χρόνια του εμφυλίου το κατάστημα μεταφέρθηκε στην πλατεία Καραβίτη, η επιλογή αυτή έδωσε νέα ώθηση στην επιχείρηση ξεπερνώντας προβλήματα πρόσβασης και λειτουργικότητας του παλαιού κτηρίου στην γωνία Ναούσης. Καθώς περνούσαν τα χρόνια το εμπορικό κέντρο της πόλης μετακινήθηκε ακόμα βορειότερα. Ένα νέο κοσμηματοπωλείο ιδρύθηκε στην γωνία της οδού Φουλεδάκη και Μ. Αλεξάνδρου, το παλαιότερο κατάστημα λειτούργησε από κοινού με το νέο για κάποια χρόνια, μέχρι που έκλεισε περί τα τέλη της δεκαετίας του ’50.
Ο νεότερος αδελφός Νικόλαος Καράντζας εισήλθε στην επιχείρηση εκείνο τον καιρό, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα, υποστήριξε το κατάστημα με τις γνώσεις του, την δυναμικότητα του και νέες ιδέες. Τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο χρυσός φάρος σαν σύμβολο της επιχείρησης. Η πρόοδός και η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας την δεκαετία του ’60, οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση του όγκου των αλλοδαπών πελατών στην πόλη μας. Αυτό συνεπάγονταν χρυσές πωλήσεις σε πελάτες που προέρχονταν κυρίως από την Γιουγκοσλαβία και άλλα οικονομικά ασθενέστερα, γειτονικά κράτη.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της αγοράς σε συνδυασμό με εξαιρετικό, ακούραστο και μοναδικό επιχειρηματικό ταλέντο, έδωσαν ώθηση σε μια πρωτοποριακή ιδέα για την εποχή. Σε συνεργασία με το εργοστάσιο κατασκευής μηχανών ISOMAX και την ωρολογοποιία CUPPILARD RIEME PARIS - Morteau, προχώρησαν στην κατασκευή ωρολογιών με την επωνυμία KARANZA. Μια όμορφη συλλογή με πάνω από 35 μοντέλα. Συμπεριλαμβάνονταν διάφορα μοντέλα: απλά με δευτερολεπτοδείκτη, ημερομηνία, μέρα και ημερομηνία, με χωριστό καντράν δευτερολέπτου και χρονογράφους 45 λεπτών. Η παραγωγή συνεχίστηκε για δέκα περίπου χρόνια, με την διανομή να προωθείται στην λιανική μέσω του καταστήματος για ακόμα περισσότερα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 η ανοικοδόμηση ήταν σε έξαρση, νέες αρχιτεκτονικές τάσεις υπέβαλαν μεγάλα, πολυτελή και άνετα καταστήματα. Το κοσμηματοπωλείο μετακόμισε για μια ακόμα φορά σε ένα μεγάλο νεόδμητο εμπορικό χώρο στην συμβολή των οδών Μ. Αλεξάνδρου και π. Ιωαννικείου. Η μεγάλη ποικιλία κοσμημάτων και ωρολογίων, το εκλεπτυσμένο στυλ, η μοντέρνα εσωτερική αρχιτεκτονική, η άριστη εξυπηρέτηση στις επισκευές και το εξαιρετικό επίπεδο πωλήσεων χαρακτήρισαν το κατάστημα εκείνη την εποχή και επισφράγισαν το προφίλ της επιχείρησης για τα επερχόμενα χρόνια.
Το 1989 το εμπορικό επιμελητήριο του Νομού Φλώρινας τίμησε τον Νικόλαο Καράντζα για την επιτυχή του καριέρα και την συμβολή του στην ανάπτυξη του τοπικού εμπορίου.
Κατά την δεκαετία του ’90 ο Λάζαρος Ν. Καράντζας, συνεχίζοντας την βαριά οικογενειακή παράδοση, ήταν το νέο αίμα που ανέλαβε την επιχείρηση. Αφότου ολοκλήρωσε τις σπουδές του σαν οικονομολόγος ανέλαβε το μικρό κατάστημα λιανικής που υπήρχε εκείνη την εποχή. Νέες συνεργασίες ξεκίνησαν και νέα προϊόντα ήρθαν στο κατάστημα. Ανάμεσα στις άλλες δραστηριότητες του ξεκίνησε τον σχεδιασμό ενός καινούργιου ωρολογοποιείου και κοσμηματοπωλείο στο διπλανό ιδιόκτητο οικόπεδο. Η κατασκευή του νέου κτηρίου ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2007. Το νέο κατάστημα(140m2) εγκαινιάστηκε τον Νοέμβριο, αποτελούμενο από πέντε βασικά τμήματα, πολύτιμους λίθους, ωρολόγια, χρυσά και ασημένια κοσμήματα και επώνυμα ψευδοκοσμήματα και επισκευές ωρολογίων και κοσμημάτων, με ένα απολύτως ανανεωμένο προϊοντικό μίγμα. Πλέον των παλαιών προμηθευτών, νέες συνεργασίες ήρθαν για να υποστηρίξουν ένα από τα μεγαλύτερα κοσμηματοπωλεία στην Μακεδονία.
Έγιναν πολλές επισκέψεις σε εκθέσεις ωρολογιών και κοσμημάτων σε Ελλάδα και Ευρώπη για να διαμορφωθεί το στυλ και η σύνθεση του νέου καταστήματος. Στην έκθεση της Βασιλείας το 2008 ξεκίνησε μια επιτυχημένη συνεργασία με την Seculus International. Μετά από σαράντα χρόνια σχεδόν η επιχείρηση ξεκίνησε ξανά την απ’ ευθείας εισαγωγή ελβετικών ωρολογίων και έγιναν τα πρώτα βήματα σε επίπεδα χονδρικής στην Ελλάδα. Ένα εντελώς νέο εμπορικό αντικείμενο έφερε νέες ιδέες και τεχνογνωσία στις επιλογές της λιανικής του καταστήματος πέρα από την χονδρική.
Το 2009 η δεύτερη ελβετική φίρμα Jowissa S.A. ακολούθησε για να υποστηρίξει την συλλογή κυρίως στα γυναικεία μοντέλα. Το 2010 ξεκίνησε η εισαγωγή του TWIST, ένα χαμηλού κόστους interchangeable (πολυμορφικό) ωρολόγι που παράγεται από την θυγατρική Seculus Brazil. Με το προϊόν αυτό έγινε και το πρώτο δίκτυο χονδρικής της επιχείρησης. Ένα πλήρες δίκτυο διοίκησης, διανομής, αποθήκης, διαχείρισης παραγγελιών και επίσημης υποστήριξης συντήρησης και επισκευής με περισσότερα από 40 σημεία πώλησης στην χώρα.